- περιγεγονότως
- ΜΑεπίρρ.1. επιτυχώς, με θρίαμβο2. εκ περισσού, κατά πλεονασμό, περιττώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. περιγεγονώς, -ότος τού περιγίγνομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιγεγονότως — successfully indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)